οψ

οψ
(Ops). Αρχαιότατη ρωμαϊκή θεότητα, σαβινικής προέλευσης, προσωποποίηση της ιδέας της αφθονίας, της ευημερίας και της γονιμότητας της γης. Στα κατοπινά χρόνια ταυτίστηκε με τη Ρέα και θεωρήθηκε σύζυγος του Κρόνου και μητέρα της Κυβέλης. Συνδέθηκε επίσης με τη λατρεία του Ποσειδώνα. Την αποκαλούσαν επίσης Πλουτοφόρο, Κωνεία και Βασίλισσα. Για να την τιμήσουν καθιέρωσαν δύο γιορτές. Η πρώτη, τα Οπάλια (Opalia), γιορταζόταν το χειμώνα, στις 19 Δεκεμβρίου του σύγχρονου ημερολόγιου. Η δεύτερη, τα Οπικωνσίβια (Opiconsivia), το καλοκαίρι, στις 25 Αυγούστου. Στη Ρώμη υπήρχαν τρεις ναοί της, από τους οποίους, στον ένα, επιτρεπόταν η είσοδος μόνο στις Εστιάδες και στον μεγάλο ποντίφικα. Σε νεότερα χρόνια καθιερώθηκε και ο προεορτασμός της θεάς. Τέσσερις δηλαδή ημέρες πριν τις δύο γιορτές που προαναφέρθηκαν, γιόρταζαν τα Κωνσουάλια (Consualia), γιορτή επίσης αφιερωμένη στη θεά.
* * *
(I)
ὄψ, ὀπός, ἡ (Α)
(ποιητ. τ.)
1. φωνή ατόμου που μιλά, τραγουδά ή κράζει («Κίρκης... ἀειδούσης ὀπὶ καλῇ», Ομ. Οδ.)
2. τετέρισμα
3. βέλασμα
4. ο ήχος τού αυλού
5. έκφραση, λόγος («ὣς γὰρ ἐγὼν ὄπ' ἄκουσα θεῶν», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. *ὄψ, που απαντά μόνο στις πλάγιες πτώσεις ὀπός, ὀπί, ὄπα, προέρχεται από ένα αθέματο ρ., το οποίο μαρτυρείται στον αρχ. ινδ. τ. vakti «λέει» και ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *wekw- «λέγω, ομιλώ» (πρβλ. ἔπος, εἰπεῖν, ἐνοπή). Η λ. συνδέεται με το αρχ. ινδ. vāk και το λατ. vōx, vōcis «φωνή», που εμφανίζουν μακρό φωνήεν (βλ. και λ. έπος)].
————————
(II)
ὄψ, ὀπός, ἡ (Α)
όψη, οφθαλμός, όραση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀπ- τού ὄπωπα* (πρβλ. ὄψις). Δεν μπορεί να εξακριβωθεί με βεβαιότητα αν ο τ. είναι αρχ. ή αν έχει προέλθει κατ' αποκοπή από τα σύνθ. σε -οψ (πρβλ. αίθ-οψ, οίν-οψ, μήλ-οψ)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”